- αποβώμιος
- ἀποβώμιος, -ον (AM)μσν.το ουδ. ως ουσ. τἀ ἀποβώμιαιερά των οποίων ο καθαγιασμός γίνεται επί του εδάφους και όχι πάνω σε βωμόαρχ.ασεβής, άθρησκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποβώμιος — far from an altar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβώμια — ἀποβώμιος far from an altar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβώμιοι — ἀποβώμιος far from an altar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)